εργοστερόλη

εργοστερόλη
Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των στεροειδών. Απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον μύκητα Claviceps purpurea. Βρίσκεται και σε άλλους μύκητες, ιδίως ζύμες, απ’ όπου και παρασκευάζεται. Η ένωση αυτή έχει ιδιαίτερο βιομηχανικό ενδιαφέρον, διότι ο χημικός της μετασχηματισμός στο εργαστήριο έγινε εφικτός χάρη στη χρήση μικροοργανισμών που μπορούν να κάνουν μια ποικιλία χημικών αλλαγών. Η χρήση της ε. για χημικούς μετασχηματισμούς από βακτήρια ή μύκητες έχει μεγάλη σημασία, διότι τα στεροειδή που παράγονται (κορτιζόνη κλπ.) χρησιμοποιούνται για θεραπείες φλεγμονών, ρύθμιση του κύκλου των γυναικών, ως πρόσθετα στο αντισυλληπτικό χάπι και πρόσφατα ως ενεργοί καταστολείς της ανοσολογικής αντίδρασης του οργανισμού στους ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμοσχεύσεις οργάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”